- ακαλάρροος
- ἀκαλάρροος, -ον (Α)ο ακαλαρρείτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκαλαρρόου — ἀκαλάρροος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] … Dictionary of Greek